- ἑλικοδρόμος
- ἑλικοδρόμοςrunning in curvesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελικοδρόμος — ἑλικοδρόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει ελικοειδώς 2. κυκλικός … Dictionary of Greek
ἑλικοδρόμον — ἑλικοδρόμος running in curves masc/fem acc sg ἑλικοδρόμος running in curves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικοδρόμε — ἑλικοδρόμος running in curves masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek